ανύπαρχτος

ανύπαρχτος
η , ο см. ανύπαρκτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανύπαρχτος" в других словарях:

  • φανταστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη φαντασία (βλ. λ.), που γίνεται νοητός ή παρασταίνεται με τη φαντασία: Φανταστικοί αριθμοί. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ο ανύπαρχτος στην πραγματικότητα, ο πλασματικός, ο υποθετικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»