ανύπαρχτος
Смотреть что такое "ανύπαρχτος" в других словарях:
φανταστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη φαντασία (βλ. λ.), που γίνεται νοητός ή παρασταίνεται με τη φαντασία: Φανταστικοί αριθμοί. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ο ανύπαρχτος στην πραγματικότητα, ο πλασματικός, ο υποθετικός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)